έντομα

έντομα
Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το σώμα των ε. διαιρείται στο κεφάλι, στον θώρακα, και στην κοιλιά και καλύπτεται από περίβλημα που αποτελείται κυρίως από μία οργανική ουσία, τη χιτίνη, η οποία τάσσεται κατά στρώματα. Ανάλογα με τις διαστάσεις των τριών κύριων στρωμάτων (επιδερμίδα-μεσοδερμίδα-ενδοδερμίδα) και τη μεγάλη ή μικρή του σκληρότητα, προσδίδει περισσότερη ή λιγότερη ακαμψία στον δερματοσκελετό. Αυτός αποτελείται από άκαμπτα τεμάχια, που βρίσκονται κάτω από τα μεταμερή τμήματα του σώματος, τα οποία είναι ενωμένα μεταξύ τους με τμήματα λιγότερο σκληρά και γι’ αυτό εύκαμπτα· έτσι, γίνεται δυνατή η ύπαρξη αρθρώσεων και η έκταση. Το χιτινώδες επιφανειακό περίβλημα είναι έκκριμα του υποκείμενου επιδερμιδίου ή υποδέρματος. Η επένδυση αυτή του σώματος περιέχει και αδένες ικανούς να εξάγουν ορισμένες ουσίες από το αίμα, να τις επεξεργάζονται και να τις αποβάλλουν με τη μορφή έκκρισης. Οι αδένες –που μπορεί να είναι όχι μόνο εξωδερμικοί αλλά και μεσοδερμικοί– αναδίδουν οσμή, παράγουν δηλητήριο, μετάξι ή ακόμα κερί ή λάκκα (είδος ρητίνης). Ο χρωματισμός του περιβλήματος εξαρτάται από κυτταρικές χρωστικές διάφορης χημικής φύσης (χημικά χρώματα ή οργανικές χρωστικές, όπως το κίτρινο, το κόκκινο, το καστανό), ή από παιχνιδίσματα του φωτός (συμβολή, διάθλαση, ανάκλαση κλπ.) που οφείλονται στην υφή των περιβλημάτων (χρώματα φυσικά ή δομικά, όπως το γαλάζιο και οι μεταλλικές και ιριδίζουσες αποχρώσεις) ή τέλος από συνδυασμό και των δύο (χρώματα μεικτά, όπως συχνά πράσινο). Το κεφάλι φέρει κεραίες, οφθαλμούς και στοματικά εξαρτήματα. Οι κεραίες είναι δύο, αλλά το μήκος και το σχήμα τους μπορεί να ποικίλλουν από είδος σε είδος και ενίοτε από το ένα φύλο στο άλλο· σε ορισμένα είδη είναι πολύ μακριές και λεπτές ή κοντές και χοντρές, σύνθετες από αρθρωτά τμήματα όμοια ή ανόμοια, ευθείες ή λυγισμένες. Ανάλογα με το σχήμα τους, ονομάζονται ροπαλοειδείς, πτεροειδείς, ελασματοειδείς, νηματοειδείς κλπ. Οι κεραίες λειτουργούν ως όργανα αφής, όσφρησης κλπ. και η επιφάνειά τους καλύπτεται από κοιλότητες μέσα στις οποίες υπάρχουν αισθητήρια και αισθητικά τριχίδια. Οι οφθαλμοί είναι σύνθετοι ή απλοί: απλοί είναι τα οπτικά στίγματα ή οφθαλμίδια, και σε πολλά είδη είναι μετωπικοί, συνήθως τρεις, στην κεφαλή των τέλειων ε. και πλευρικοί σε ποικίλο αριθμό· έως 35 στη θέση των σύνθετων οφθαλμών, σε πολλές προνύμφες. Οι σύνθετοι οφθαλμοί αποτελούνται από πολλούς απλούς οφθαλμούς ή oφθαλμίδια, που καθένα τους αποτελείται από έναν κερατοειδή χιτώνα, έναν κρυσταλλικό κώνο και έναν μικρό αμφιβληστροειδή και περιβάλλεται από ένα είδος κυλίνδρου από κύτταρα, τα οποία περιέχουν μία μαύρη χρωστική που απορροφά το φως και μία ανοιχτόχρωμη που το ανακλά. Η εξωτερική επιφάνεια των σύνθετων οφθαλμών παρουσιάζει πολυάριθμες μικρές έδρες, καθεμία από τις οποίες αντιστοιχεί στον κερατοειδή χιτώνα ενός οφθαλμιδίου. Χάρη στις μελέτες του Ζίγκμουντ Έξνερ (1891), γνωρίζουμε ότι η όραση είναι μωσαϊκή, δηλαδή κάθε οφθαλμίδιο αντιλαμβάνεται ένα τμήμα του αντικειμένου που βρίσκεται απέναντι στον οφθαλμό· το σύνολο των οράσεων των διαφόρων οφθαλμιδίων συνθέτει μία μόνο εικόνα. Ο αριθμός των οφθαλμιδίων κάθε οφθαλμού φτάνει έως 28.000 σε μερικές πεταλούδες και λιβελούλες. Τα στοματικά εξαρτήματα ποικίλλουν ανάλογα με τη διατροφή των ειδών και μπορεί να είναι μασητικού, λειχητικού, μυζητικού και νύσσοντος τύπου· συχνά συνυπάρχουν όργανα και των δύο τύπων (μασητικού-λειχητικού ή μασητικού-μυζητικού). Ο μασητικός τύπος (κολεόπτερα, ορθόπτερα, προνύμφες) περιλαμβάνει το άνω χείλος, που συγκρατεί τις τροφές κατά τη μάσηση, ένα ζεύγος αρθρωτών άνω γνάθων, ένα ζεύγος κάτω γνάθων και το κάτω χείλος. Στον τύπο συνεργασίας μασητικού-λειχητικού της μέλισσας και των άλλων υμενοπτέρων παραμένουν το άνω χείλος και το ζεύγος των άνω γνάθων, ενώ οι εξωτερικοί λοβοί του ζεύγους των κάτω γνάθων και του κάτω χείλους μακραίνουν και σχηματίζουν μία προβοσκίδα. Μέσα στον σωλήνα αυτό βρίσκεται η γλώσσα, που έχει διαμορφωθεί από τη συγχώνευση των εσωτερικών λοβών του κάτω χείλους. Με τα όργανα αυτά, το έ. γλείφει και απορροφά τις ουσίες διατροφής του. Στον μυζητικό τύπο –χαρακτηριστικός στις πεταλούδες– έχουν αναπτυχθεί μόνο οι εξωτερικοί λοβοί των κάτω γνάθων, οι οποίοι είναι πολύ μακρουλοί και εφαρμόζουν ο ένας πάνω στον άλλο, σχηματίζοντας μία σπειροειδώς αναδιπλωμένη προβοσκίδα· το όργανο αυτό που κατά κανόνα είναι σπειροειδές, όπως το ελατήριο ενός ρολογιού, ξετυλίγεται όταν το έ. θέλει να απομυζήσει το νέκταρ των ανθών. Τα στοματικά εξαρτήματα του νύσσοντα-μυζητικού τύπου –χαρακτηριστικά στα ημίπτερα και σε μερικά δίπτερα– με τα οποία τρυπούν τους επιδερμικούς ιστούς των φυτών ή το δέρμα των ζώων, παρουσιάζουν ποικιλία κατασκευής. Στα κουνούπια, σχηματίζονται από τις άνω και κάτω γνάθους, που έχουν μετασχηματιστεί σε μαχαιρίδια, κατάλληλα για τσίμπημα, και σε μία προβοσκίδα αποτελούμενη από το άνω και κάτω χείλος που χρησιμεύει για την αναρρόφηση της λέμφου ή του αίματος. Ο θώρακας των ε. διαιρείται σε τρία τμήματα, τον προθώρακα, τον μεσοθώρακα και τον μεταθώρακα: κάθε τμήμα φέρει ένα ζεύγος ποδιών, και γι’ αυτό τα αρθρόποδα αυτά λέγονται εξάποδα. Τα πόδια αυτά παρουσιάζουν ποικίλες μορφές για ειδικές λειτουργίες, για παράδειγμα, τα μπροστινά πόδια του γρυλλασπάλακα είναι εκσκαφείς, ενώ στη μάντιδα είναι διαμορφωμένα ώστε να αρπάζουν· τα πίσω πόδια στις ακρίδες είναι κατάλληλα για άλματα και στις μέλισσες βοθριοειδή για τη μεταφορά της γύρης. Οι πτέρυγες τυπικά είναι τέσσερις, δύο προσαρμοσμένες στον μεσοθώρακα και δύο στον μεταθώρακα. Οι πτέρυγες μπορεί να είναι μεμβρανώδεις όπως στα υμενόπτερα, ή να σκεπάζονται με τριχίδια όπως στα τριχόπτερα, ή με λέπυρα όπως στα λεπιδόπτερα. Ενώ οι πίσω πτέρυγες συνήθως παραμένουν μεμβρανώδεις, οι μπροστινές μπορεί να έχουν διαφορετική σκλήρυνση: όταν είναι ελαφρά χιτινοποιημένες σε υφή περγαμηνής, καλούνται ψευδοέλυτρα (ορθόπτερα: γρύλλοι και ακρίδες), όταν είναι μερικώς σκληρά και μερικώς μεμβρανώδη καλούνται ημιέλυτρα (ημίπτερα), ενώ όταν είναι πολύ σκληρά και σχηματίζουν μια θήκη η οποία καλύπτει και προστατεύει το πίσω μεμβρανώδες ζεύγος, που χρησιμεύει για την πτήση, λέγονται έλυτρα (κολεόπτερα). Σε μερικές μορφές, σε ένα από τα δύο φύλα και σε μερικές μορφές του ίδιου είδους λείπουν και οι τέσσερις πτέρυγες (είδη ή μορφές άπτερες) ή είναι μικρότερες (είδη του γένους μικροπτέρυξ)· σε άλλα πάλι, μόνο το πίσω ζεύγος (σε όλα τα δίπτερα και σε διάφορα υμενόπτερα) ή μόνο το μπροστινό (στρεψίπτερα) λείπει ή είναι περιορισμένο σε λεπτά ελάσματα ή έχει μετασχηματιστεί σε πτερύγια ισορροπίας. Η κοιλιά αποτελεί συνήθως το μεγαλύτερο τμήμα του σώματος και τυπικά αποτελείται από 12 μεταμερή τμήματα, τα οποία όμως συχνά περιορίζονται σε 11, 10 ή και λιγότερα. Τα μεταμερίδια αυτά δεν διαθέτουν κινητικά όργανα, εκτός από μερικά απτερυγωτά, όπου παρόμοια όργανα (στύλοι) χρησιμεύουν για να συγκρατούν ανυψωμένη την κοιλιά και συμμετέχουν στη μετακίνηση και κάποτε στο άλμα, όπως συμβαίνει στα κολλέμβολα. Τέλος, η κοιλιά πολλών ε. διαθέτει εξαρτήματα (κέρκους) που χρησιμεύουν στη σύζευξη. Η αναπνοή επιτελείται με τα τραχειακά σωληνάρια. Τα σωληνάρια αυτά επικοινωνούν με το εξωτερικό περιβάλλον μέσω ανοιγμάτων (στίγματα), που βρίσκονται στις πλευρές των θωρακικών και κοιλιακών μεταμερών. Τα ανοίγματα (σχισμές) διακλαδίζονται προς το εσωτερικό του σώματος σε όλα τα όργανα και ενίοτε διευρύνονται σε αεροφόρους σάκους. Στα υδρόβια έ. η αναπνοή πραγματοποιείται με βράγχια ή τραχειοβράγχια. Εκτός από σπανιότατες περιπτώσεις ερμαφροδιτισμού (π.χ. στην κοχενίλη) τα έ. διαθέτουν χωριστά φύλα· σε πολλά κοινωνικά είδη (μέλισσες, μυρμήγκια, τερμίτες) πολυάριθμα άτομα (εργάτριες και στρατιώτες) είναι στείρα, καθώς τα όργανα αναπαραγωγής δεν έχουν αναπτυχθεί. Τα γονοχωριστικά άτομα συχνά διαφέρουν στους δευτερεύοντες φυλετικούς χαρακτήρες· γενικά, τα αρσενικά είναι πιο μικρά, συνήθως φέρουν μεγαλύτερα μάτια και κεραίες πιο ανεπτυγμένες, χρωματισμό πιο ζωηρό ή εντελώς διαφορετικό από το θηλυκό και ενίοτε διαφέρουν στο σχήμα και στη δομή (π.χ. το κολεόπτερο λουκανός). Σε διάφορα ημίπτερα, λεπιδόπτερα και κολεόπτερα, τα αρσενικά συχνά είναι πτερωτά, ενώ τα θηλυκά άπτερα. Στα περισσότερα έ., το θηλυκό ζευγαρώνει μόνο μία φορά στη ζωή του και η γονιμοποίηση συντελείται είτε στο έδαφος είτε πάνω σε ένα φυτό είτε στο νερό (για τα υδρόβια είδη) είτε σε πτήση, όπως στις μέλισσες. Σε πολλά είδη επικρατεί παρθενογένεση, μερικές φορές όμως η παρθενογένεση είναι σχεδόν σταθερή, όταν ελλείπουν τα αρσενικά ή όταν είναι πολύ σπάνια, όπως συμβαίνει με τους φασμίδες και με μερικά ημίπτερα και κολεόπτερα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις εναλλάσσεται· δηλαδή, το αβγό αναπτύσσεται ανεξάρτητα από το αν έχει γονιμοποιηθεί, όπως συμβαίνει στη μέλισσα, της οποίας η βασίλισσα μπορεί να αποθέσει αβγά είτε γονιμοποιημένα, από τα οποία γεννιούνται θηλυκά γόνιμα (άλλες βασίλισσες), ή στείρα (εργάτριες), είτε αβγά με παρθενογένεση, από τα οποία γεννιούνται αρσενικά. Αντίθετα, σε μερικές κοχενίλες, το αβγό που έχει παραχθεί παρθενογενετικά δίνει θηλυκό άτομο και το γονιμοποιημένο και τα δύο φύλα. Η παρθενογένεση είναι μερικές φορές ιδιότητα του συνόλου του είδους, ενώ άλλες φορές περιορίζεται σε μερικές φυλές του. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, κατά τις οποίες η παρθενογένεση εναλλάσσεται με την αμφιγονική αναπαραγωγική σε κύκλους πολύ ή λίγο πολύπλοκους, ενίοτε με μορφολογικές και οικολογικές διαφορές των ποικίλων μορφών (ετερογονία της φυλλοξήρας και πολλών άλλων αφίδων). Τα αβγά περιβάλλονται από κέλυφος πολύ ανθεκτικό, που μπορεί να είναι λείο ή να παρουσιάζει ανωμαλίες διαφόρου τύπου. Γενικά, το σχήμα τους είναι σφαιρικό και ωοειδές, μπορεί όμως να είναι και κυλινδρικά, κωνικά ή πολυεδρικά. Τα αβγά είτε εναποτίθενται όλα μαζί είτε σε διαδοχικές ομάδες είτε ένα κάθε φορά· συχνά τα αβγά πολλών λεπιδοπτέρων και κολεοπτέρων απλώς προσκολλώνται σε στηρίγματα –για παράδειγμα σε κλαδιά ή φύλλα– με μία συγκολλητική ουσία. Άλλες φορές (βόμβυκες) προστατεύονται από ένα πίλημα χνουδωτό στην κοιλιά του θηλυκού είτε περιέχονται (βλάτη, μάντις) σε ένα κατάλληλο περίβλημα είτε ωοθηκικό ή προφυλάσσονται σε μία κηκίδα (κωνιπίδες). Η προνύμφη βγαίνει από το αβγό σπάζοντας το περίβλημα: δεν έχει ακόμη πτέρυγες, στερείται σύνθετων οφθαλμών, είναι αδηφάγος και γι’ αυτό η αύξησή της είναι ταχεία· ύστερα πραγματοποιεί μια σειρά εκδύσεων του δέρματος, βγαίνει δηλαδή από το πρωταρχικό χιτινώδες περίβλημα και το εγκαταλείπει, ενώ από κάτω έχει ήδη σχηματιστεί ένα άλλο πιο ευρύχωρο και ικανό να εκτείνεται για την επόμενη έκδυση. Ο αριθμός των εκδύσεων ποικίλλει ανάλογα με το είδος, αλλά κυρίως φτάνει τις 4 ή 5. Οι προνύμφες των ε. τρέφονται με ποικιλία ειδών. Μερικές είναι φυτοδίαιτες, όπως οι περισσότερες κάμπιες των λεπιδοπτέρων, άλλες ακόμα (προνύμφες σκαραβαίων) τρέφονται με διάφορα υπολείμματα ή είναι κοπροφάγες. Ανάλογα με τη μορφή τους, οι προνύμφες έχουν σώμα μακρουλό και πεπλατυσμένο και διαθέτουν τα έξι θωρακικά πόδια, οπτικά στίγματα (οφθαλμίδια) και στοματικά εξαρτήματα μασητικού τύπου (π.χ. προνύμφες κοχενιλών) ή, όπως στην περίπτωση της μηλολόνθης, είναι χοντρές, τοξοειδείς, με λευκό χρώμα, ελάχιστα ευκίνητες γιατί είναι γεμάτες από αποθέματα θρεπτικών ουσιών –όπως στις κάμπιες των λεπιδοπτέρων– είναι κυλινδρικές και έχουν οφθαλμίδια, τρία ζεύγη θωρακικών ποδών και μερικά ζεύγη ψευδοποδών κοιλιακών. Άλλες –όπως οι μύγες, τα κοινωνικά έντομα ή τα παράσιτα– στερούνται κινητικών οργάνων και οφθαλμιδίων και έχουν συχνά λεπτό κεφάλι και ατροφικά στοματικά όργανα. Πολλές προνύμφες είναι χερσόβιες, ενώ άλλες είναι υδρόβιες. Οι προνύμφες σε όλα τα λεπιδόπτερα, σε πολλά υμενόπτερα, σε μερικά κολεόπτερα και σε άλλες τάξεις των ε. φέρουν αδένες παραγωγής μετάξης· δηλαδή, ειδικούς αδένες που εκκρίνουν μία ουσία που επιμηκύνεται σε νημάτια και, καθώς στερεοποιείται στον αέρα, σχηματίζει ένα λεπτό νήμα μετάξης, χρήσιμο για την κατασκευή βομβυκίου, μέσα στο οποίο συντελείται η μεταμόρφωση σε νύμφες. Ύστερα από μία προνυμφική περίοδο, που η διάρκειά της ποικίλλει ανάλογα με το είδος, στην προνύμφη συντελείται μία τελευταία έκδυση, ουσιαστικά μία μεταμόρφωση που τη φέρνει στην κατάσταση της νύμφης. Οι νύμφες –ακόμα και αν δεν είναι κλεισμένες σε ένα βομβύκιο– διακρίνονται σε νύμφες με σωματικά όργανα εμφανή και ελεύθερα (π.χ. κολεόπτερα και υμενόπτερα), νύμφες με τμήματα του σώματος εμφανή, αλλά με εξαρτήματα κλεισμένα στο κοινό επιδερμίδιο (π.χ. χρυσαλίδες των λεπιδοπτέρων) και νύμφες με τμήματα του σώματος μη εμφανή, γιατί είναι κλεισμένα στο τελευταίο δέρμα της προνύμφης που γίνεται ένα περίβλημα σκληρό και σκούρο. Σε έ. με πλήρη μεταμόρφωση, που ονομάζονται ολομετάβολα, η διαφορά μεταξύ προνύμφης, νύμφης και τελείου ατόμου δεν είναι εμφανής και η νύμφη είναι συνήθως εντελώς ακίνητη ή μόλις που κινείται. Κατά τη διάρκεια της νυμφικής περιόδου μερικά προνυμφικά όργανα εξαφανίζονται, για να ανασχημαστιστούν με διαφορετικό τρόπο (μυϊκό σύστημα, πεπτικό σύστημα), ενώ άλλα δεν τροποποιούνται ή τροποποιούνται ελάχιστα (καρδιά, νευρικό σύστημα). Άλλα, όπως οι ψευδόποδες, εξαφανίζονται εντελώς και τελικά σχηματίζονται άλλα, όπως οι πτέρυγες, που πριν ήταν ανύπαρκτες. Τα όργανα αναπαραγωγής που ήταν στο στάδιο της διαμόρφωσης στην προνύμφη αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της νύμφωσης. Στο τέλος της μεταμόρφωσης, τα περιβλήματα της νύμφης τεντώνονται από το εσωτερικό, σχίζονται κατά μήκος τις περισσότερες φορές ή και κυκλικά ελευθερώνοντας την κεφαλή και τον θώρακα, και ύστερα τα πόδια, τις πτέρυγες και την κοιλιά του τελείου εντόμου. Μόλις αυτό βγει, είναι υγρό και μαλακό με πτέρυγες κρεμασμένες, που σε σύντομο διάστημα εκδιπλώνονται, στεγνώνουν και σκληραίνουν. Στα απόλυτα μεταμορφωμένα έ. περιλαμβάνονται οι τάξεις των νευροπτέρων, λεπιδοπτέρων, υμενοπτέρων, κολεοπτέρων και διπτέρων. Τα έ. με ατελή μεταμόρφωση είναι εκείνα στα οποία λείπει το στάδιο της νυμφικής ηρεμίας. Σε αυτά, η μεταμόρφωση συντελείται βαθμιαία, και στο νυμφικό στάδιο, που προηγείται του τελείου, υπάρχουν ήδη πτέρυγες στο στάδιο της διαμόρφωσης. Ονομάζονται ετερομετάβολα και ακριβέστερα ημιμετάβολα τα έ. των οποίων οι νεανικές μορφές ζουν σε περιβάλλον διαφορετικό από το περιβάλλον του τελείου ε., γι’ αυτό και παρουσιάζουν αρκετές διαφορές από τα τέλεια, όπως στην περίπτωση της λιβελούλης, της οποίας οι νεανικές μορφές ζουν στο νερό. Ονομάζονται φοβομετάβολα τα έ. που ζουν πάντοτε στο ίδιο περιβάλλον, όπως για παράδειγμα οι ακρίδες, γι’ αυτό και η εμφάνισή τους έχει μικρή αλλαγή. Το νεανικό στάδιο των ετερομεταβόλων δεν ονομάζεται προνύμφη, αλλά νεανίδα. Ιδιαίτερες μορφές μεταμόρφωσης είναι η προμετάβολη με δύο στάδια πτερυγωτά, όπως συμβαίνει στα εφημερόπτερα, η νεομετάβολη, η οποία εμφανίζει ποικίλα νυμφικά στάδια, όπως στα θυσανόπτερα και στους αλευρωδίδες, η υπερμετάβολη, η οποία χαρακτηρίζεται από διάφορες προνυμφικές μορφές, όπως συμβαίνει σε μερικά κολεόπτερα και η καταμετάβολη, η οποία είναι μεταμόρφωση ανάδρομη, όπως στις κοχενίλες και στα στρεψίπτερα. Τα έ. στα οποία δεν συντελείται μεταμόρφωση καλούνται αμετάβολα και μπορεί να είναι πρωτογενώς αμετάβολα, εξαιτίας της έλλειψης πρωταρχικής μεταμόρφωσης, επειδή ανήκουν σε χαμηλή βαθμίδα εξέλιξης ή δευτερογενώς, όταν περιορίζονται στον παρασιτισμό ή σε άλλες ιδιαίτερες συνθήκες ζωής (π.χ. ανόπλουρα και μαλλοφάγα). Η διαφοροποίηση των ε. από τις άλλες ομοταξίες των αρθροπόδων ανάγεται πιθανότατα στον παλαιοζωικό αιώνα. Τα πρώτα απολιθωμένα λείψανα των κολλεμβόλων βρέθηκαν στη Σκοτία, στα στρώματα του μέσου δεβονίου. Τα πρώτα πτερυγωτά έ. είναι του λιθανθρακοφόρου και ανήκαν στην τάξη των παλαιοδικτυόπτερων, που σήμερα έχει εξαφανιστεί. Χαρακτηριστικά τους ήταν οι πλατιές πτέρυγες με δικτυωτές νευρώσεις και η παρουσία πτερύγων στο στάδιο της διαμόρφωσης στον προθώρακα καθώς και οργάνων στην κοιλιά. Μερικά έ. της τάξης αυτών και άλλων τάξεων που βρίσκονται στα απολιθώματα και είχαν εξαφανιστεί λίγο αργότερα ήταν πολύ μεγάλα: για παράδειγμα η μεγάνευρη, είδος λιβελούλης του ανώτερου λιθανθρακοφόρου, είχε άνοιγμα στις φτερούγες 0,70 μ. Πολλά έ. του καινοζωικού αιώνα, αρκετά όμοια με τα σημερινά, έχουν διατηρηθεί σε τέλεια μορφή μέσα σε ήλεκτρο. Πολλά έντομα βλάπτουν τον άνθρωπο με διάφορους τρόπους: μερικά, για παράδειγμα, είναι βλαβερά στα φυτά· άλλα παρασιτούν στον άνθρωπο και στα κατοικίδια ζώα ή μεταδίδουν αρρώστιες· άλλα πάλι προκαλούν ζημιές στα αντικείμενα των μουσείων, στις βιβλιοθήκες ή στις αποθήκες τροφίμων. 1) Θηλυκό του «φθειρός» του ανθρώπου, της κοινής ψείρας· 2) ριζόβιος φυλλοξήρα της αμπέλου· 3) βασίλισσα τερμιτών της νησιωτικής Ινδίας· 4) οίστρος του βοδιού· 5) λέπισμα το σακχάρινο· 6) τάβανος του βοδιού· 7) κυανή μύγα του κρέατος· 8) τινέα της μηλιάς· 9) μύγα τσε-τσε· 10) πυραυλίδα του αραβοσίτου· 11) σκώρος των γουναρικών· 12) πιερίδα η μείζων· 13) δερμιστής ο αλλαστοκάνθαρος· 14) καλάνδρα του σίτου· 15) βλάτη η ανατολική (κατσαρίδα)· 16) βλάτη η αμερικανική· 17) δορυφόρος η δεκάγραμμη· 18) γρύλλος ο οικοδίαιτος· 19) ακρίδα η μεταναστευτική· 20) πισσώδης ο στικτός· 21) γρυλλασπάλαξ· 22) κεράμβυξ της δρυός· 23) ανθρήνος (κάνθαρος των μουσείων). Πολυάριθμα έντομα είναι ωφέλιμα στον άνθρωπο, γιατί συμβάλλουν στη γονιμοποιήση των ανθών· άλλα καταστρέφουν βλαβερά έντομα· άλλα παράγουν μετάξι και μέλι ή αποτελούν τροφή για ανθρώπους στις αναπτυσσόμενες χώρες, κυρίως της Αφρικής· άλλα τρέφονται από πτώματα ζώων και απορρίματα· άλλα επειδή χρησιμοποιούνται για βιολογικές έρευνες και για την παραγωγή φαρμάκων κατάλληλων για ειδικές θεραπείες. 1) Βέσπη η κτίστης· 2) βόμβυξ ο εμβολοφόρος· 3) αμμόφιλος· 4) θηλυκό κερκηρίδας· 5) μέλισσα η μελιτουργός (η κοινή μέλισσα)· 6) μυρμηκολέων ο κοινός (μυρμηκοχάφτης)· 7) θηλυκό του βόμβυκα της μουριάς· 8) δρίλλος ο υποκίτρινος· 9) συκοφάντης· 10) κανθαρίδα· 11) μαλάκιος ο χαλκόχρους· 12) αίσχνη η κυανή· 13) κύχρος ο καραβοειδής· 14) πυγολαμπίδα η νυκτολαμπής· 15) ορμητική η φυματοφόρα· 16) κάραβος ο χρυσούς· 17) κικινδέλη η αγροδίαιτη· 18) κοκκινέλη η επτάστικτη· 19) μάντις η θρησκευόμενη (αλογάκι της Παναγιάς). Νύμφες και προνύμφες: 1) νύμφη πανόρπης με όργανα του σώματος ορατά και ελεύθερα· 2) νύμφη λεπιδόπτερου με μέρη του σώματος ορατά, αλλά με όργανα κλεισμένα στο κοινό επιδερμίδιο· 3) νύμφη ραγολέτου με μέρη του σώματος αόρατα, γιατί είναι κλεισμένα στο τελευταίο δέρμα της προνύμφης· 4) προνύμφη της στρατιόμθιας· 5) προνύμφη πρωτογενής· 6) προνύμφη άπους και 7) τέλειο έντομο σιταρίδας, ενός κολεόπτερου των μηλοειδών· 8) προνύμφη του γένους Lestes με ουραία βράγχια· 9) προνύμφη ψυχή ή νεκροκεφαλή· 10) προνύμφη χρυσομήλης της δεκαγράμμου· 11) προνύμφη σιαλίδας, νευρόπτερου εφοδιασμένου με πολυάριθμα κοιλιακά βράγχια. ΟΦΘΑΛΜΟΙ ΕΝΤΟΜΩΝ

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἔντομα — ἔντομος cut in pieces neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνικά έντομα — Χαρακτηρισμός που δίνεται συχνά σε έντομα όπως οι μέλισσες, τα μυρμήγκια και οι τερμίτες, τα οποία συνηθίζουν να ζουν σε οργανωμένες ομάδες, όπου παρατηρείται καταμερισμός εργασίας. Τα κ.έ. μοιράζονται κοινoύς πόρους, όπως καταφύγιο, άμυνα ή… …   Dictionary of Greek

  • παυρομετάβολα — Έντομα που παρουσιάζουν προοδευτικές μεταμορφώσεις. Τα νεαρά άτομα, εξαιτίας του σχηματισμού και του τρόπου ζωής τους, μοιάζουν με τα ενήλικα. Τα π. αποτελούν ομάδα των ετερομετάβολων εντόμων. Είναι συνήθως έντομα χερσόβια. Γνωστότερα είδη είναι… …   Dictionary of Greek

  • αιματοπινίδες — Έντομα ημίπτερα του γένους των ψειρών. Πρόκειται για παράσιτα, των οποίων τα τσιμπήματα προκαλούν έντονη φαγούρα. Τα έντομα αυτά έχουν ρύγχος μεγάλο και γαμψό με το οποίο τρυπούν το δέρμα του θύματός τους, ενώ με την προβοσκίδα τους ρουφούν το… …   Dictionary of Greek

  • ανόπλουρα — Έντομα στα οποία υπάγονται οι κοινώς αποκαλούμενες ψείρες, παράσιτα του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών, των οποίων απομυζούν το αίμα. Εξαιτίας της προσαρμογής τους στην παρασιτική ζωή δεν έχουν φτερά, ούτε υπόκεινται μεταμορφώσεις. Τα στοματικά… …   Dictionary of Greek

  • απτερυγωτά — Έντομα που δεν δέχονται μεταμορφώσεις και χαρακτηρίζονται από έλλειψη φτερών σε όλη τους τη ζωή. Τα α. είναι μικρά και περιλαμβάνουν τρεις τάξεις: πρώτουρα, θυσάνουρα, κολλέμβολα. Τα είδη της τάξης των πρώτουρων ζουν κρυμμένα μέσα στο υγρό χώμα… …   Dictionary of Greek

  • ψύλλοι — Έντομα διαφόρων οικογενειών. Εδώ θα γίνει λόγος για τους ψ. που παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον ως παράσιτα του ανθρώπου και μερικών κατοικίδιων ζώων. Ο ψ. του ανθρώπου ή ερεθιστικός (pulex irritans) ανήκει, όπως και άλλοι ψ., στους πουλικίδες …   Dictionary of Greek

  • ἐντομάς — ἐντομά̱ς , ἐντομή slit fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”